- περιγράψει
- περιγράφωdraw a line roundaor subj act 3rd sg (epic)περιγράφωdraw a line roundfut ind mid 2nd sgπεριγράφωdraw a line roundfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
Βέμπερ, Μαξ — (Max Weber, Ερφούρτη, Γερμανία 1864 – 1920). Γερμανός κοινωνιολόγος. Από τους θεμελιωτές της επιστήμης της κοινωνιολογίας, ο Β. επισήμανε την επίδραση του πολιτιστικού και πολιτικού παράγοντα στην οικονομική ανάπτυξη και στην ατομική συμπεριφορά … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
αδιήγητος — η, ο (Α ἀδιήγητος, ον) [διηγοῡμαι] 1. αυτός που δεν τόν διηγήθηκε ή δεν τόν περιέγραψε κάποιος 2. που δεν μπορεί να τόν διηγηθεί ή να τόν περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος … Dictionary of Greek
αθέσφατος — ον [θέσφατος] 1. (για πράγματα και καταστάσεις) ο τόσο εκπληκτικός, που ούτε θεός μπορεί να τόν περιγράψει, ανείπωτος, απερίγραπτος 2. (για ποσότητες ή διαστάσεις) πολύς, άφθονος, πελώριος … Dictionary of Greek
αμφιβολία — Κατάσταση αντίθετη προς τη βεβαιότητα, που εκδηλώνεται ως αναστολή της κρίσης. Όταν η α. θεωρείται αναγκαίο παρακολούθημα κάθε έρευνας που στηρίζεται στη διάγνωση της αναξιοπιστίας των μαρτυριών των αισθήσεων και των λειτουργιών του λογικού,… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
αρκουδόβατος — Αναρριχώμενο φυτό της ελληνικής χλωρίδας· ανήκει στην οικογένεια των λιλιιδών και απαντάται σε δάση, θαμνότοπους, φράκτες, αλλά και σε πάρκα. Έχει λεπτούς, γωνιώδεις βλαστούς με αγκάθια. Τα φύλλα είναι επαλλάσσοντα, ωοειδή ή βελοειδή, μυτερά,… … Dictionary of Greek